- σεμνολογησαμένου
- σεμνολογέωspeak solemnlyaor part mid masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεμνολογώ — σεμνολογῶ, έω, ΝΑ [σεμνολόγος] μιλώ με σεμνότητα, με ευγένεια αρχ. μέσ. σεμνολογοῡμαι, έομαι α) μιλώ σοβαρά β) μιλώ με βαρυσήμαντες φράσεις, με επίσημο ύφος («τοιαῡτα τοῡ Καλλικρατίδου... σεμνολογησαμένου», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek